φοινικινος

φοινικινος
    φοινίκινος
    3
    (νῑ) [φοῖνιξ III] пальмовый
    

(οἶνος Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φοινικινος" в других словарях:

  • φοινίκινος — (I) ίνη, ον, Α αυτός που προέρχεται από το δέντρο φοίνικας (Ι) ή αυτός που παρασκευάζεται από τους καρπούς αυτού τού δέντρου («μύρῳ... φοινικίνῳ», Αντιφάν.) 2. ο κατασκευασμένος από ξύλο τού παραπάνω δέντρου 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ φοινίκινος (με ή… …   Dictionary of Greek

  • φοινίκινος — φοινί̱κινος , φοινίκινος of the date palm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικίνας — φοινῑκίνᾱς , φοινίκινος of the date palm fem acc pl φοινῑκίνᾱς , φοινίκινος of the date palm fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικίνων — φοινῑκίνων , φοινίκινος of the date palm fem gen pl φοινῑκίνων , φοινίκινος of the date palm masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινίκινον — φοινί̱κινον , φοινίκινος of the date palm masc acc sg φοινί̱κινον , φοινίκινος of the date palm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • φοινικίναις — φοινῑκίναις , φοινίκινος of the date palm fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικίνη — φοινῑκίνη , φοινίκινος of the date palm fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικίνην — φοινῑκίνην , φοινίκινος of the date palm fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικίνης — φοινῑκίνης , φοινίκινος of the date palm fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικίνοις — φοινῑκίνοις , φοινίκινος of the date palm masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»